εξαεριωτής

εξαεριωτής
και εξαερωτής, ο
όργανο τών κινητήρων έκρηξης στο οποίο προκαλείται αυτομάτως η ανάμιξη τού ατμοσφαιρικού αέρα με τους ατμούς τού υγρού καυσίμου (βενζίνης), στην κατάλληλη αναλογία για την τροφοδότηση τής μηχανής (ανθρακωτήρας, ανάμικτης, καρμπυρατέρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαερώνω. Η λ. εξαερωτής μαρτυρείται από το 1864 στον Ηρ. Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρμπυρατέρ — το ο εξαεριωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carburateur] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”